ἀθελξίνοος

ἀθελξίνοος
ἀθελξίνοος, ον,
A not beguiling or seductive, Μοῦσαι Auson.Ep.12.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αθελξίνοος — ἀθελξίνοος, οον (Α) [θελξίνοος] αυτός που δεν θέλγει, δεν μαγεύει, δεν ξεγελά το μυαλό «ἀθελξίνοοι Μοῦσαι» …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”